αληθινως

αληθινως
    ἀληθινῶς
    ἀληθῐνῶς
    истинно, действительно, подлинно Isocr., Plat., Polyb.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αληθινως" в других словарях:

  • ἀληθινῶς — ἀληθινός agreeable to truth adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αληθινός — ή, ό (AM ἀληθινός, ή, όν) 1. ο σύμφωνος με την αλήθεια, αψευδής, ακριβής, πραγματικός 2. (για πρόσωπα ή αφηρημένες έννοιες) φιλαλήθης, ειλικρινής, ανυστερόβουλος, αξιόπιστος 3. (για πρόσωπα) ευθύς, σωστός, αρμοστός 4. (για πράγματα) πραγματικός,… …   Dictionary of Greek

  • παρακεντώ — άω και έω / παρακεντῶ, έω, ΝΜΑ ιατρ. κάνω παρακέντηση σε περίπτωση υδρωπικίας ή αφαίρεσης τού καταρράκτη τού ματιού, απορροφώ υγρό από μια κοιλότητα τού σώματος με παρακέντηση για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς μσν. διακοσμώ με κέντημα αρχ …   Dictionary of Greek

  • ՃՇՄԱՐՏԱՏԵՍ — ( ) NBH 2 0184 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c, 14c ա. ἁληθινῶς ὀρών vere videns. Տեսօղ կամ գիտակ ճշմարտութեան. եւ Ստուգապէս տեսօղ. տեսանօղ, մարգարէ. եւ Անաչառ կամ նրբատես. *Ասէ այրն ճշմարտատես. Թուոց. ՟Ի՟Դ. 4. 15:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»